Το Βέλος -Π.Σ-

Πονεί. Να σου πω εν πονεί, εν ψέμα. Νιώθω σαν στέκομαι να ήρτεν να με ήβρεν ένα βέλος πασ’το στέρνο τζαι μάσιεται να με διπλώσει. Εντωμεταξύ γυρών μου πανηγυρίζουν που με κούτσισεν, τόση χαρά για ένα βέλος ρε; Σιαίρουνται περίτου με τη στεναχώρκα σου παρά με την χαρά τους. Έτσι εν ο κόσμος εννά μου πεις, έννεν; Τζαι ένιξερω τι να σου πω, ίσως να έσιεις δίκαιο.

Πονεί. Να σου πω εν πονεί, εν ψέμα. Μα τζείνο πον είδαν καλά εν το κορμί μας πον φορτωμένο βέλη, τρύπες τζαι ουλές, αν εφάμεν αλλό ‘ναν να μπου πειράζει; Αν τρέξει άλλο νάκκον γαίμαν να μπου γίνεν; Στο πρώτο θα ήταν τέζα ούλλοι τους, λαλεί το εξάλλου η ιστορία.

Εμάς ασπρίσαν πιον τα μαλλιά μας τζαι τα γένια, μα βλέπουμε ο ένας την άλλη μες τα μμάθκια, τα μωρά τα μιτσιά (…τα μωρά τα τόσα που φώναζεν τζαι ο Β. έξω που το ΓΣΖ λλίον πριν τον συλλάβουν), τα μεγάλα τα πλάσματα τζαι ανάφκουν σπίθες, εζημωθήκαμεν μες τες λαίλαπες κάθε γενιάς τζαι κάθε γειτονιάς, εκρατούσαμεν τον πόνο που η ΑΕΛ μας εφόρτωνε κάθε φορά μεσ’ τη χούφτα τζαι προσεκτικά ενώναμεν τον τζαι γινούμαστουν φίλοι, αδέρφκια, συγγενείς.

Για τζείνην την ιδέα που μας εφόρησεν έναν κάρο βέλη τζαι εμείς πριν προλάβουμεν χωλαίνοντας να τραβήσουμεν το έναν, με κομμένη την ανάσα, έρκετουν πάντα τζαι βρίσκεν μας άλλο. Τζαι γελούμεν ή κλαίμεν μα σηκώνουμεν το σιέριν πάνω, κάμνουμεν το ππουνιάν για τον μοναδικό ύμνο που τραγουδήσαμε τζαι υμνούμεν την σαν το υπέρτατο ιδανικό, σαμπώς τζαι εν η μόνη ιδέα που γεννήθηκε ποττέ, σαμπώς τζαι εν έσιει άλλην ομάδα στον πλανήτη, σαμπώς τζαι οι καρκιές μας επλαστήκαν να πονούν τζαι να υποφέρουν αλλά πάλε να κτυπούν, πιο δυνατά, με τα στικ να φακκούν τζαι να χορεύκει ο κοίλος μυς πασ’ την μεμβράνη έναν ρυθμό αλλόκοτο, έναν ρυθμό μοναδικό, δικό μας, που ηχεί τζαι ακούεις τον μόνο άμαν μας ένιωσες ποττέ, έναν ρυθμό που θυμίζει τον θρήνο του ’96, τη χαρά του ’12 τζαι την ιστορία τούτης της αγνώριστης πλέον πόλης.

Η στεναχώρκα μου πηγάζει κυρίως που τζείνον τον κόσμο που πάλε έβλεπε άλλους να πανηγυρίζουν που εν κοινώς αποδεκτόν ότι εν το άξιζαν περίτου, εν το δικαιούνταν παραπάνω.

Έκαμνα εικόνα την αρφή μου στον δρόμο της επιστροφής, να θωρεί που το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου τα πυροτεχνήματα τους τζαι θλίβουμουν ακόμα παραπάνω, γιατί ως ξεροτζέφαλος -ή ακόμα σταθερός σε όσα σας έγραφα τότε- εν έκαμα ποττέ κάρτα για να κλαίω μαζί της όπως παλιά, όπως τόσα χρόνια, όπως πάντα, μετά όμως εσκέφτηκα πως η αρφή μου τζαι τα υπόλοιπα αδέρφκια μου μπορεί να έχουν σφιγμένα δόντια τζαι ματωμένα ούλα, μπορεί να έχουν ένα βέλος που φτάνει μέχρι την καρκιάν τους τζαι φέρνει πόνο τζαι δάκρυα αλλά κρατούν σφιχτά το τιμόνι τζαι ξέρουν την στράτα, καλλύττερα που τον καθέναν, επερπατήσαν την σίλιες φορές, πάνω – κάτω, πάνω – κάτω, πάνω – κάτω, τζαι με τα τζίτρινα κασκόλ τους να ανεμίζουν στον ήλιο, εμπήκαν στην πόλη, στη δουλειά, στο γραφείο, στο μεροκάματο, στο σπίτι, με ψηλά την κελλέ τζαι μες τα μμάθκια τους αντανακλούσε κάθε ήττα τζαι κάθε νίκη, κάθε πόνος τζαι κάθε χαρά, τζαι ήταν περήφανοι τζαι στο κάτω κάτω, απ’ οτι ξέρω, εν τους αρέσκαν τζαι ποττέ τα πυροτεχνήματα.

Πονεί. Να σου πω εν πονεί, εν ψέμα.

Τούτοι είμαστεν τζι ας κουβαλούμε πάντα μιαν κατάρα πάνω μας σαν αιχμηρό βέλος.

Την πιο μεγάλη, την κατάρα του ΑΕΛίστα.

ΠΣ

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *